στεγοθήριο

στεγοθήριο
το, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος αρμαδίλιων θηλαστικών τής τάξης τών νωδών που έζησε κατά το κατώτερο μειόκαινο στη νότια Αμερική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”